κιρνώ — κιρνῶ, άω και κίρνημι (AM) 1. αναμιγνύω κρασί με νερό («ἡ δὲ τρίτη κρητῆρι μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα ἡδὺν ἐν ἀργυρέῳ», Ομ. Οδ.) 2. (μεσοπαθ.) κιρνῶμαι, άομαι ενώνομαι, ενοποιούμαι μσν. κερνώ αρχ. 1. μτφ. μετριάζω («βουλόμενοι δὲ μαλάττειν καὶ κιρνᾶν … Dictionary of Greek
πιθηκοκιρνώ — άω, Μ κιρνώ* σαν πίθηκος. [ΕΤΥΜΟΛ. πίθηκος + κιρνῶ «αναμιγνύω νερό με κρασί, κερνώ» (βλ. και λ. κεράννυμι)] … Dictionary of Greek
διακιρνώ — διακιρνῶ ( έω) (Α) [κιρνώ] ανακατεύω καλά … Dictionary of Greek
κίρνημι — (Α) βλ. κιρνώ … Dictionary of Greek
κατακιρνώ — κατακιρνῶ (Μ) αναμιγνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κιρνῶ «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
κερνώ — και άω (ΑΜ κερνῶ, όω, Μ και κερνῶ, άω) προσφέρω κάτι από φιλοφρόνηση, φιλεύω, φιλοδωρίζω («μάς κέρασε τα εισιτήρια») νεοελλ. παροιμ. α) «Γιάννης κερνά, Γιάννης πίνει» γι αυτούς που ενεργούν αποκλειστικά για τα δικά τους συμφέροντα β) «κέρνα,… … Dictionary of Greek
μετακιρνώ — μετακιρνῶ, άω (Α) ανακατώνω, αναμιγνύω, μετατρέπω κάτι για τον εαυτό μου («τῇ δὲ τοῡ προσφερομένου ἐπιθυμίᾳ ἡπηρετῶν πρὸς ὅ τις ἐβούλετο μετεκιρνᾱτο», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κιρνῶ «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
παρακιρνώ — άω, Μ αναμιγνύω, ανακατώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κιρνῶ «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
προκιρνώ — άω, Α προσφέρω κρασί προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κιρνῶ «αναμιγνύω κρασί με νερό»] … Dictionary of Greek
υδροκιρνώ — άω, Μ αναμιγνύω με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρ(ο) * + κιρνῶ «αναμιγνύω» (βλ. λ. κεράνυμι)] … Dictionary of Greek